- φρουρίῳ
- φρούριονfortneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρουρίω — φρούριον fort neut nom/voc/acc dual φρούριον fort neut gen sg (doric aeolic) φρουρέω keep watch pres subj act 1st sg (doric) φρουρέω keep watch pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρίωι — φρουρίῳ , φρούριον fort neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρούριο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τρανοβάλτου. * * * το / φρούριον, ΝΜΑ, και φρουρεῑον Μ, και φρώριον Α [φρουρός] 1. οχυρό συγκρότημα εγκαταστάσεων για την προστασία ενός τόπου από εχθρική επίθεση,… … Dictionary of Greek